- σιγμοειδής
- -ές, ΝΑαυτός που έχει το σχήμα τού αρχαίου ελληνικού σίγμα , ημικυκλικόςνεοελλ.1. αυτός που έχει το σχήμα τού λατινικού σίγμα [S], δηλαδή αυτός που είναι καμπύλος και στα δύο του άκρα, αλλά προς αντίθετες διευθύνσεις2. φρ. α) «σιγμοειδείς αρτηρίες»ανατ. κλάδοι τής κάτω μεσεντέριας αρτηρίας που αγγειώνουν το σιγμοειδές κόλονβ) «σιγμοειδείς βαλβίδες»ανατ. τρεις υμενώδεις βαλβίδες που βρίσκονται στην αφετηρία τής πνευμονικής αρτηρίας και τής αορτής και εμποδίζουν την παλινδρόμηση τού αίματος προς τις κοιλίες κατά τη διαστολή τής καρδιάςγ) «σιγμοειδές κόλον»ανατ. η λαγονοπυελική μοίρα τού κόλου, που βρίσκεται μεταξύ κατιόντος κόλου και ορθούδ) «σιγμοειδής κόλπος»ανατ. φλεβώδης ενδοκρανιακός κόλποςε) «σιγμοειδείς θίνες»(γεωμορφ.) χαρακτηριστικός τύπος θινών σε σχήμα λατινικού Sστ) «σιγμοειδής καμπή»βιολ. i) διπλή καμπή σχήματος S, όπως λ.χ. στον λαιμό τών πουλιώνii) η καμπή τού κόλου που έχει σχήμα Siii) κάθε καμπή σχήματος S στα ζώα.επίρρ...σιγμοειδώς / σιγμοειδῶς ΝΑσε σχήμα όμοιο με το λατινικό γράμμα S.[ΕΤΥΜΟΛ. < σίγμα + -ειδής*. Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. sigmoid].
Dictionary of Greek. 2013.